ανυπότακτος, -η, -ο — και χτος, η, ο 1. αυτός που δεν υποτάσσεται, απειθάρχητος, ανυπάκουος: Το Σούλι είχε μείνει ανυπόταχτο στους Τούρκους. 2. (στρατολ.), αυτός που δεν παρουσιάστηκε εμπρόθεσμα για κατάταξη στο στρατό: Οι ανυπότακτοι τιμωρούνται με πρόσθετη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνυπότακτος — not made subject masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυποτάκτως — ἀνυπότακτος not made subject adverbial ἀνυπότακτος not made subject masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυπότακτον — ἀνυπότακτος not made subject masc/fem acc sg ἀνυπότακτος not made subject neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυποτάκτοις — ἀνυπότακτος not made subject masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυποτάκτου — ἀνυπότακτος not made subject masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυποτάκτους — ἀνυπότακτος not made subject masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυποτάκτων — ἀνυπότακτος not made subject masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυποτάκτῳ — ἀνυπότακτος not made subject masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυπότακτα — ἀνυπότακτος not made subject neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)